Μπάαλ

Μπάαλ
Βλ. λ. Βάαλ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βάαλ — (Baal). Υπέρτατη θεότητα (σημαίνει Κύριος) αρκετών σημιτικών λαών και πόλεων της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, γνωστή και στους Εβραίους. Ο Β. εικονιζόταν ένοπλος, με δόρυ στο χέρι και με ένα φωτεινό στεφάνι γύρω στο κεφάλι του, σύμβολο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”